Ο κρυμμένος θησυαρός του Σκεποφύλακα στην Αργιοβέρσα Φιλοτίου Νάξου

‘’ο πατέρας μου ο Σκεποφύλακας ήσπερνε νεκείνη τη χρονιά στην Αργιοβέσα κι είχενε μαζί ντου ένα γκοπέλλι να το ναϊδάρει και εμαζεύγουντανε στο μπαλιοκαλύβι τ΄άη Στεφάνου . Τσι βαθειές αυγές πάντα στήνουντα ναπάνω κ ήτρεχενε γκατα τη μπαλαϊστρα που κύτταζε ντη νανατολή μες στο καύκαρο κι εμπροσπάθιενε απόυ τη θέση πούτονε οι πήχες , να συνεικάσει τη νώρα . Σα νήτα νώρα , ήνοιε ντη φωτιά κ ήρριχτενε απάνω ξερά σκοινοκούτσουρα , που δεν αργούσανε να κορώσουνε κ ήβανενε ντο γκοπέλλι κι αχέριζε ντα βούδια στη μπροστεγάδα .

Μια νύχτα ποξύπνησε μόλις είχα νυπεράσει τα μεσάνυχτα , επήε στη μπαλαϊστρα , μά τριβιε και ξανάτριβιε τα μάτια ντου γιατί εδοβήθηκενε να μη ντυχώ και νειρεύγεται . στη μεγάλη γλεισούρα του καυκάρου ήναβιενε μια φωθιά και ύρου ύρου τρία μικρά περίεργα αθρωπάκια εζεστένουντανε με τα χέρια ντωνε ντεντωμένα στη φωθιά . Μετά παίζανε με σουβλιάρι , ένα πολύ γλυκό σκοπό και καπνίζανε με μακριά τσιμπούκια .

Εκατάλαβενε πως είναι οι αράπηδες και φυλάουνε τον θησαυρό ντωνε και είπενε
-τάκουα μα ε ντο πίστευγα
κι αποτραβήχτηκενε σιά σιά πιο απίσω , μα το μάτι ντου ήτονε απάνου στη φωθιά , που στη νανελαμπή τζη ξεχώριζενε , κίτρινα μελεψά και γερασμένα τα πρόσωπα ντωνε . Σε λίο ένας ατσάλαχος σα ντ’ αλαφρό κουδούνισμα εκούστηκενε απόνα χρουσαφένιο ποτάμι , που περνούσε νάπλωτα και ήπιανε νούλο ντο λάκκωμα μέχρι κάτω απού τη μπαλαϊστρα του μιτάτου και αργά αργά τράβηξε μπρος τα κάτω , χωρίς να φαίνεται πια .

Σε λιάκι η φωθιά αρχίνεψε να χαμοσβύνει , εξεμάκρυνε ντο σουβλιάρι κ η παράξενη οχλοβοή και ξανάρθενε ησυχία και σκοτεινιά μέσα στο καύκαρο . Ο κύρης μου πήε γκι εξάπλωσενε μες τ΄άχερα , μα η συλλοή ντου ήτονε στο θησαυρό . Σαν ήκαμε μπως εξέφεξε , πετάχτηκε ναπάνω , τράβηξε ντη βαριά μπόρτα του μιτάτου κ ήβγενε βιαστικός , όχι για να ταϊσει τα βούδια που τον νεμένανε , μα για να φέρει βόρτα το καύκαρο να του δώσει αχτίνα ήλιου .

Επήε στον ντόπο που ήναβγε η φωθιά , μα καμιά λάτρα φωθιάς δε νεφαίνουντανε . Κατέβηκενε μες στο πλατυβόλι που πέρασε νο θησυαρός και τράβηξε μπρος τα κάτω κι όσο νεπάαινενε εθώριε μπροσεχτικά . Δυο μεγάλα φκουριά φαντάζανε πεσμένα χάμαι , τάπιασε ναμέσως , τα μάτωσε , τάδεσε σε τρεις κόμπους μ ένα παλιόπανο και τα καταχώνιασε μέσα στο γκόρφο ντου .

Σαν επήενε στο σπίτι μας , τόπενε μόνου τση μάνας μου και τση λαλά μου και τωντάδωκενε να τα ανεστηλέψουνε , μέσα στο ποραλαμίδι τση καρυδένιας κασέλας μας . Εκεί μέσα εβρίσκουντανε πολλά χρόνια , μέχρι τη χρονιά που ο Φράγκος που μας επούλησε ντα Λείματα , φιλοξενιούντανε στο σπίτι μας και ο κύρης μου τούλεε την ιστορία με τα φλουριά . Εκείνος τα ζήτηξενε να τα δει και του τάφερενε . Τάπιασενε με προσοχή και τα κύτταζενε από τη μια κι από τη νάλλη και στο τέλος του πενε :
-Σκεποφύλακα , θα μου τα δώσεις κι ότι πεις στου δώνω , χωράφι θες , λεφτά θες …
Κι ο κύρης μου τα απάντησενε
-μουρ επαρέτα αδερφέ μα ε θέλω ελεεικό

Από τότες που βγήκανε ναπτό σπίτι μας τα φλουριά , ούλοι μας εκαταλάβγαμενε πως εχάθηκενε ντο γούρι του σπιθιού μας , εχάθηκενε η καλοχρονιά στις σοδειές και τα ζωντανά μας για την ναπλωχεριά ντου . ‘’

Καταγεγραμμένη ιστορία από τον Εμμανουήλ Ι. Ψαρρά και δημοσιευμένη στο Φιλολογικό ΝΑΞΙΑΚΟ ΜΕΛΛΟΝ στο 3ο του τεύχος

πηγή: http://orinosaxotis.blogspot.gr/

Σχόλια